σπιν

σπιν
(spin). Διεθνής όρος προερχόμενος από την αγγλική, που σημαίνει «ιδιοστροφορμή». Στην ατομική φυσική είναι το μέτρο της ίδιας γωνιακής ροπής κάθε στοιχειώδους σωματίδιου, η οποία οφείλεται στην περιστροφική κίνηση του σωματιδίου γύρω από τον εαυτό του. Η έννοια του σ. εισήχθη από τους Σ. Γκόουντσμιτ και Γ. Ούλεμπεκ το 1926 για την ερμηνεία των φασματικών γραμμών που στην πραγματικότητα αποτελούνται από περισσότερες γραμμές (λεπτή υφή). Σύμφωνα με τη θεωρία της ίδιας περιστροφικής κίνησης του ηλεκτρόνιου των Γκόουντσμιτ και Ούλεμπεκ «το ηλεκτρόνιο διαθέτει μια μαγνητική ροπή και μια μηχανική γωνιακή ροπή, όπως αν το ηλεκτρικό φορτίο και η μάζα του ηλεκτρόνιου ήταν κατανεμημένα επί μιας πολύ μικρής σφαίρας που περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο της». Αυτή η απεικόνιση του περιστρεφόμενου ηλεκτρόνιου είναι στην πραγματικότητα ένα εύληπτο μοντέλο που δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν μια αυστηρή περιγραφή. Κάθε σωματίδιο έχει ένα σ., και το σ. είναι πάντοτε ένα ακέραιο ή ημιακέραιο πολλαπλάσιο ((π.χ 1/2, 3/2, 5/2) του h/2π, όπου h η σταθερά του Πλανκ. Τα πιόνια έχουν σ. μηδέν, τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια και τα νετρόνια έχουν σ. ίσο προς 1/2 · h/2π τα φωτόνια σ. ίσο προς 1 · h/ 2π. Οι νόμοι που διέπουν τη συμπεριφορά όλων των σωματιδίων ίσων μεταξύ τους είναι διάφοροι, ανάλογα αν αυτά τα σωματίδια έχουν σ. ακέραιο και (ονομάζονται μποζόνια, εφόσον η συμπεριφορά τους ακολουθεί στατιστικούς νόμους που μελετήθηκαν από τον Αϊνστάιν και τον Μπόζε) ή ημιακέραιο (φερμιόνια, που ακολουθούν στατιστικούς νόμους που μελετήθηκαν από το Φέρμι). Τα φερμιόνια ικανοποιούν την απαγορευτική αρχή του Πάουλι, ενώ στα μποζόνια η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται.
* * *
το, Ν
φυσ. το ποσόν τής στροφορμής λόγω ιδιοπεριστροφής που αποδίδεται σε ένα κβαντόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. spin «περιστροφή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • Ζέεμαν, Πίτερ — (Pieter Zeeman, Ζόνεμαϊρ 1865 – Άμστερνταμ 1943). Ολλανδός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν, όπου δίδαξε προτού γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Ξεκινώντας από τα πειράματα πάνω στο φαινόμενο Φαραντέι και από τις… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… …   Dictionary of Greek

  • νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

  • Βίγκνερ, Γιουτζίν Πολ — (Eugene Paul Wigner, Βουδαπέστη 1902 – Πρίνστον, Νιου Τζέρσι 1995). Αμερικανός φυσικός, ουγγρικής καταγωγής. Σπούδασε αρχικά στη Βουδαπέστη και ύστερα στο Βερολίνο. Το 1938 έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον των ΗΠΑ. Έναν χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • γυρομαγνητικός λόγος — Ο λόγος της μαγνητικής ροπής ενός συστήματος προς τη μηχανική του ροπή (στροφορμή). Ένα ηλεκτρόνιο που κινείται σε μία τροχιά Μπορ γύρω από τον πυρήνα έχει γ.λ. γe= e/2m, όπου e το φορτίο του ηλεκτρονίου και m η μάζα του. Ο γ.λ. του ηλεκτρονίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”